Το παιγνίδι με τις κούκλες στον ίσκιο της συκιάς
Γράφει η κ. Παρασκευή Σιδερά-Λύτρα
Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε – τέλος της δεκαετίας του ᾽40, αρχές της δεκαετίας του ᾽50 – κι όμως σε μένα παραμένουν ζωντανές οι εικόνες από τα παιγνίδια της παρέας μας, αποτελούμενης: από τη γράφουσα, Βούλα τ᾽Λάμπ᾽ (Λύτρα), την Τασία τ᾽Λάμπ᾽ (Λύτρα), τη Ζωΐτσα τ᾽Κοντολιού, την Πανάγιω τ᾽Κρεμμύδα (Μακρυγιώργου), τη Βαγγελιώ τ᾽Γιοργανά (Αποστολάκη), τη Ρεβέκκα (καταγόμενη απ᾽τον Αετό), τη Μαρία τς Βλάχας (Πραμαγγιούλη) καὶ κατὰ περιόδους τη Ζαχαρούλα από την Πρέβεζα, όταν ερχόταν στη Βάβω της, τη Μιχαλεξίαινα (Μουρκούση).
Την συμπεφωνημένη ώρα, "τ᾽απόσκια στον κόντρο", μαζευόμασταν κάτω από την πελώρια συκιά στον κήπο του Μαϊμέ (Λύτρα) πίσω από το σπίτι του ιδιοκτήτη – κήπο οριοθετούμενο προς Βορράν από τις αυλές των Κοντολαίων και του Νίτσα Λαντζονιέρη (Λυγκώνη), προς Ανατολάς από τον δρόμο προς τα μαγαζιά και προς Δυσμάς από τον κήπο του Βασίλη Λάμπη (Λύτρα).
Η κάθε μια μας έφερε μαζί της την κούκλα της με τα "πανιά" της, τα κουκλοπάνια της, και στόλιζε στον χώρο της το σπίτι της κούκλας. Μη φανταστείτε κούκλες αγοραστές. Α, όχι! Οι κούκλες μας ήταν ιδίας κατασκευής: Δυό σταυρωμένα λεπτά ξυλάκια και στην άκρη του ενός στερεωμένο ένα πλατύ κουμπί για κεφάλι. Αυτό το σύνολο ντυνόταν με πανί, στερεωνόταν με κλωστές, και επάνω στο κουμπί σχεδιαζόταν το πρόσωπο: δυό μάτια, δυο φρύδια, η μύτη, το στόμα – εκφραστικότατη μορφή!
Το παιγνίδι άρχιζε με ανταλλαγή επισκέψεων. Για να πας επίσκεψη, πρέπει φυσικά να ετοιμαστείς ανάλογα, να βάλεις τουλάχιστον τα καλά σου παπούτσια με το "ψηλό τακούνι". Τα υλικά για την αυτοσχέδια κατασκευή τους τα προσέφερε το νοικοκυριό της μάνας μας και η φύση. Κουβαρίστρες αδειανές από τα καλάθια των μανάδων μας, κολλημένες με κόλλα απ᾽ τους κορμούς των αμυγδαλιών κάτω από τις γυμνές φτέρνες μας, ως κομψά και στέρεα τακούνια, έδιναν χάρη στο περπάτημα και γοητεία στις λυγερές κορμοστασιές μας! Και όλες αυτές οι περπατησιές και οι κινήσεις μας υπό την σκιάν της συκιάς.
Και όταν οι σύντομες επισκέψεις μας γίνονταν ανιαρές, κάναμε ταξίδια ξέμακρα ώς τις άκρες του κήπου, λικνιζόμενες επάνω στα ψηλά, ασταθή πλέον, τακούνια μας. Για πού ταξιδεύαμε; Η κάθε μιά μας εφεύρισκε στόχους. Το πιο εξωτικό όμως μέρος, για να ταξιδέψει, το διάλεξε η Ζωΐτσα. Ακόμα ηχούν στ᾽αυτιά μου τα λόγια της: "Γειά σας, κοπέλλες, εγώ θα πάω στο Χαϊδάρ!"
Με τον καιρό η παρέα μας σκόρπισε. Η κάθε μία τράβηξε γι᾽αλλού. Η Ζωΐτσα δεν πήγε μεν στο Χαϊδάρι, πήγε όμως κι εγκαταστάθηκε στην Πάτρα, η Πανάγιω στην Αθήνα, η Βούλα έφτασε ώς τη Γερμανία, η Τασία κινούνταν μεταξύ χωριού, Αθηνών και Καλαμών, προτού "αναχωρήσει από τους ανθρώπους". Πιο μακριά απ᾽όλες μας πήγαν η Ρεβέκκα και η Βαγγελιώ, και μάλιστα πολύ νωρίς: η Ρεβέκκα έφυγε για την Αμερική, η Βαγγελιώ για την Αυστραλία! Η Μαρία εγκαταστάθηκε στον Αετό και από κει έφυγε για το ταξίδι το ανεπίστροφο.
Αγαπητές μου φίλες, αγαπητές μου συμπαίκτριες, ελπίζω πως έχω τη συγγνώμη σας, γι᾽αυτή μου την αναδρομή στο παρελθόν με αναφορά των ονομάτων σας. Ήταν όμως ωραίος καιρός, δεν νομίζετε και σεις; Εγώ, ανίατα νοσταλγός της νεότητός μου – είμαι η μόνη; – ανατρέχω με τη σκέψη συχνά σ᾽ εκείνους τους καιρούς. Πιστεύω, πως το παρελθόν δίνει χρώμα στο παρόν και ελπίδα για το μέλλον. Πέραν αυτού όμως σκοπός μου ήταν η παρουσίαση των παιγνιδιών της εποχής εκείνης – κι εμείς ήμασταν οι πρωταγωνίστριες! Ποιός μπορεί να φανταστεί σήμερα τα πρωτόγονα, αλλά εφευρετικά παιγνίδια μας; Τίποτα έτοιμο, όλα έπρεπε να εφευρεθούν και να αυτοκατασκευασθούν – για να δικαιωθεί και ο Παιδαγωγός, που πρέσβευε, πως η αυτενέργεια οδηγεί το παιδί στην αυτοδυναμία.