Στούβες και Μοσχοπαπαδιές
Οι στούβες αγκυλώνουν, οι μοσχοπαπαδιές μοσχοβολούν, Οι στούβες αναμμένες μάς χαρίζουν τη ζεστασιά τους. Οι μοσχοπαπαδιές, τρυφερές και μυρωδάτες, χαρίζουν την αρωματική γεύση στην πίττα μας.
Στούβες
Η στούβα, ένας όμορφος σφαιροειδής θάμνος[1] , μὲ μικρά φύλλα και μικρά κίτρινα άνθη την Άνοιξη, κοσμεί τις πλαγιές του βουνού. Ενδιαφέρον όμως για μας είχε, όταν έπεφταν τα φύλλα και τα άνθη, και έχανε τη χλωράδα και τη ζωντανή γοητεία του. Αγκυλωτός με μικρά σουβλερά αγκάθια αυτός ο φουντωτός γκρίζος πλέον θάμνος. Κατάξερος, αλλά ακριβώς με αυτή την άγρια γοητεία της αφάνας προσφέρονταν για προσάναμμα. Κι εμείς το εκμεταλλευόμασταν. Αναζητούσαμε τις στούβες ως ιδιαίτερη παιγνιώδη απασχόληση, συνεισφορά όμως και στο νοικοκυριό της μάνας μας.
Μια μικρή ορειβασία, ώς τον Άι-Νικόλα, στο Δυτικό πλάι των Ακαρνανικών ορέων για συλλογή στούβας. Την παρέα μας την οδηγούσε η Σουλτάνα. Ήμασταν πέντε-έξι: Εγώ και η αδελφή μου η Τασία, ίσως και η Ζωίτσα, η Μαρία και η Βαγγελιώ, προτού φύγει με τους γονείς της για την Αυστραλία στις αρχές της δεκαετίας του ´50. Άφθονες οι στούβες εκεί πάνω. Με ζήλο τις συλλέγαμε. Θελκτικές για μας, έτσι ξερές. Με την επιμελή συλλογή μας απαρτίζονταν το δεμάτι μας. Οι στούβες είναι ἐλαφρές. Με το δεμάτι στο κεφάλι κατεβαίναμε η μια πίσω από την άλλη – κρίμα, που δεν υπήρχε φακός, να απαθανατίσει την κάθοδό μας, Φτάνοντας στην αυλή του σπιτιού μας απιθώναμε θριαμβευτικά τον θησαυρό μας – θυμάσαι, Τασία;. Βασικά για μας ήταν ένα παιγνίδι. Η μάνα μας αξιοποιούσε όμως το φορτίο μας, τα προσανάμματα για τη φωτιά μας στη γωνιά ή στον φούρνο. Μεγάλη η ικανοποίηση, όταν συνειδητοποιούσαμε τη συνεισφορά μας στο λαμπάδιασμα της φωτιάς.
Μοσχοπαπαδιές
Με τα πρωτοβρόχια χλόιζε ο τόπος. Κάθε λογής λάχανο ξεφύτρωνε. Έτσι χωλάτος, καταπράσινος μάς έκραζε ο κάμπος. Με το σακκούλι μας στον ώμο και το μαχαίρι μας στο χέρι οι φιλενάδες σμίγαμε και εξορμούσαμε να «μάσουμε λάχανα». Η δική μας η παρέα (εγώ, η αδελφή μου η Τασία, η Γιούλα του Καρναβά και η αδελφή της η Σταυρούλα – ήταν κι άλλη; – δεν θυμάμαι) τραβούσε για κάτω.
Ο κάμπος ήταν δικός μας. Τον διασχίζαμε από βορρά προς νότο, λοξεύοντας από ένα σημείο και μετά νοτιοανατολικά. Περνώντας το Γαρδί, τις ελιές τις Λυγκωναίικες, ἀνοίγονταν πλέον ο κάμπος ώς τη θάλασσα ελεύθερος – περνώντας απ᾽ το Πλατανάκι, την Παλαμονίδα, τον Πλάτανο του Γάτου, τα Αργυραίικα, χωράφια ξέφραγα – δεν είχε φυτευθεί με ελιές ακόμα ο κάμπος. Στη διάθεσή μας, στα πόδια μας η ακαρνανική πεδιάδα. Το μαχαίρι δούλευε και το σακκούλι γέμιζε Γνωρίζαμε κάθε βότανο με το όνομά του. Ξεχωρίζαμε τα φαγώσιμα – τα είχαμε γευθεί πολλές φορές βρασμένα ή στη λαχανόπιττα. Γρούβες, λαψάνες, σκολύμπρια, χειροβότανα, ζόχοι, ραδίκια, λάπατα, και, φυσικά, και μοσχοπαπαδιές. Από τις γρούβες και τις λαψάνες προτιμούσαμε τις τρυφερές κορφάδες. Τα σκολύμπρια τα ξεριζώναμε από βαθιά με τις χοντρές ολόασπρες ρίζες τους, που τις γευόμασταν και ωμές. Οι πικροὶ ζόχοι και τα πικρά ραδίκια ήταν το απαραίτητο συμπλήρωμα, για να απαρτισθεί μια βρασιά λάχανα, που περίμεναν οι μανάδες μας για το βραδινό φαγητό.
Τα λάπατα ήταν η βάση και οι παπαρούνες εμπλουτισμός για τη λαχανόπιττα. Αλλά τί θα ήταν η λαχανόπιττα χωρίς τις μοσχοπαπαδιές, με τα μυρωδάτα χνουδωτά φύλλα τους! Η πεμπτουσία της γεύσης της πίττας. Άφθονες κι αυτές μπροστά μας. Με ζήλο τις ξεριζώναμε με την προσδοκία της γευστικής μυρωδάτης λαχανόπιττας.
Το σακκούλι γέμιζε γρήγορα με λάχανα μιας βρασιάς και λάχανα μιας πίττας.
Αν βρίσκαμε και οβριές ή σπεράγγια, τα φτιάχναμε ξεχωριστά ματσάκια.
Η πορεία μας όμως συνεχιζόταν. Στόχος μας ήταν ένα χωράφι επάνω απ᾽την Αγιά Σοφιά. Το άκρον άωτον της συλλογής μας ευδοκιμούσε εκεί: Καρδάματα και σέλινα, προπαντός σέλινα, που, γλυκά και εύγευστα, μπορούσαμε, πλένοντάς τα στο εκεί άφθονο νερό, να τα γευθούμε ἀμέσως.
Δεν ήταν μια, δεν ήταν δυο οι φορές που βγαίναμε για λάχανα ή για στούβες. Δεν ήταν μια, δεν ήταν δυο οι φορές που τραβούσαμε προς τη δυτική πλαγιά του βουνού για τις στούβες ή προς τον νότο και την ανατολή για τις μοσχοπαπαδιές. Και ήμασταν παράλληλα πολλές παρέες οι λαχανομαζώχτρες. Ο κάμπος αντιλαλούσε τότε από τις φωνές και τα γέλια μας.
[1] Ύστερα από συζήτηση με την γεωπόνο δρα Ιωάννα Λύτρα μπορώ να πω, ότι πρόκειται για φυτό με την επιστημονική ονομασία «Ευφορβία η ακανθόθαμνος, γαλαστοιβίδα», που έχει μεγάλη ομοιότητα με την «Αφάνα, Αστοιβίδα».
[2] Οι φωτογραφίες είναι από το διαδίκτυο
Σύντομο βιογραφικό.
Η Παρασκευή Σιδερά - Λύτρα γεννήθηκε στην Κανδήλα Ακαρνανίας (Ξηρόμερο), σπούδασε στη Ράλλειο Παιδαγωγική Ακαδημία Πειραιώς και μετεκπαιδεύτηκε στο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαιδεύσεως. Σπούδασε κατόπιν στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Γοττίγγης Κλασσική Φιλολογία, Παιδαγωγική και Ψυχολογία.
Δίδαξε σε σχολεία στην Ελλάδα (στον Πειραιά και τη γενέτειρά της) και στη Γερμανία και τελευταία Νεοελληνική Γλώσσα ως εντεταλμένη στο Πανεπιστήμιο της Γοττίγγης (Göttingen). Έχει μεταφράσει θεωρητικά και λογοτεχνικά έργα από τα γερμανικά στα ελληνικά και αντιστρόφως. Είναι κάτοχος του κρατικού βραβείου μετάφρασης έργου ελληνικής λογοτεχνίας σε ξένη γλώσσα 2007.